- τενοντώδης
- -ες, Ν1. αυτός που έχει τη μορφή και τη σύσταση τένοντα2. αυτός που περιέχει πολλούς τένοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, -οντος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ημιτενοντώδης — ες φρ. «ημιτενοντώδης μυς» ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi (πρβλ. ημι ) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις… … Dictionary of Greek
προουρηθραίος — α, ο, Ν φρ. «προουρηθραίος σύνδεσμος» εγκάρσιος τενοντώδης σύνδεσμος τής πυέλου στο πρόσθιο χείλος τού ουρογεννητικού τριγώνου … Dictionary of Greek